Η εκμετάλλευση δημιουργήθηκε το
1966 και είχε την μορφή της οικογενειακής εκμετάλλευσης. Το 1988 μετατράπηκε σε
συνεταιρισμό (Ομάδα Κοινής Εκμετάλλευσης) με 20 συνολικά μέλη. Ως συνεταιρισμός,
λειτούργησε μέχρι το 1997, διαθέτοντας λιγότερα από 200
εκτρεφόμενα ζώα, τα οποία δεν ήταν βελτιωμένα και είχαν μικρές παραγωγικές ικανότητες. Στη συνέχεια, την πορεία του συνεταιρισμού ανέλαβαν 2 αδέλφια, μέλη
του μέχρι τότε συνεταιρισμού.
Αν και η εκτροφή βοοειδών ήταν γνωστή
για τα αδέλφια, αφού η οικογένειά τους ασχολείτο
πολλά χρόνια με τη βοοτροφία,
οι ίδιοι στο παρελθόν είχαν εγκαταλείψει για αρκετά χρόνια τη δραστηριότητα αυτή για
σπουδές στο εξωτερικό. Όταν ανέλαβαν την εκμετάλλευση,
οι σπουδές τους αλλά και η
εμπειρία τους από φάρμες του εξωτερικού, συνέβαλαν σημαντικά στη διαχείριση της εκμετάλλευσης.
Πρώτος στόχος τους ήταν η
βελτίωση και αντικατάσταση του ζωικού κεφαλαίου καθώς και η αύξηση του αριθμού των εκτρεφόμενων ζώων. Σήμερα, το μέγεθος του ζωικού κεφαλαίου φτάνει τα 400 συνολικά ζώα, που στην πλειονότητά τους είναι βελτιωμένες αγελάδες γαλακτοπαραγωγής. Η εκτροφή πραγματοποιείται σε συνολική έκταση 50 στρεμμάτων και
η καλυμμένη έκταση (στάβλοι και υπόστεγα) φτάνει τα 6.000 τ.μ.. Όλες οι επενδύσεις
πραγματοποιήθηκαν με ίδια κεφάλαια και τραπεζικό δανεισμό.
Η εκμετάλλευση παράγει ετησίως 1000
τόνους γάλα (περίπου 3 τόνους/ημέρα ή 25 κιλά/ημέρα/παραγωγικό
ζώο). Η γαλακτοπαραγωγή
είναι η κύρια δραστηριότητα της εκμετάλλευσης μιας και η πάχυνση είναι ασύμφορη.
Για παραγωγή μόσχου 300 κιλών απαιτούνται περίπου 18 μήνες (η εκμετάλλευση δεν χορηγεί
ορμόνες) και το κόστος διατροφής του ζώου για τη συντήρηση και ανάπτυξή του είναι
πολύ υψηλό, σε σχέση με την τιμή που μπορεί να πωληθεί. Επομένως,
η πάχυνση δεν
αφήνει περιθώρια κέρδους και τα λίγα ζώα που πωλούνται από την εκμετάλλευση διακινούνται
στην κεντρική κρεαταγορά της Αθήνας.
Για τον καθορισμό των αναγκών
των ζώων και την κατάστρωση του σιτηρεσίου, η εκμετάλλευση χρησιμοποιεί κατάλληλο
λογισμικό πακέτο. Υπολογίζεται ότι κάθε ζώο καταναλώνει καθημερινά 30-50 λίτρα ζωοτροφών.
Το μεγαλύτερο μέρος των απαιτούμενων ζωοτροφών αγοράζεται, ενώ
η σόγια αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο ποσοστό του κόστους των αγοραζόμενων ζωοτροφών.
Αγοράζονται ακόμη καλαμπόκι αλλά και άλλα φυράματα.
Η αντικατάσταση πραγματοποιείται
μετά από 7-8 γέννες περίπου, για λόγους που έχουν περισσότερο να κάνουν με την πρακτική που ακολουθούν οι κάτοχοι της μονάδας.. Επισημαίνεται,
ακόμη, ότι η εκμετάλλευση διαθέτει και αρσενικά βοοειδή
για την εξασφάλιση της αναπαραγωγής και δεν πραγματοποιείται τεχνητή σπερματέγχυση,
παρά μόνο σε περιπτώσεις που αυτό είναι απαραίτητο. Επίσης, η εκμετάλλευση χρησιμοποιεί
τα δικά της παράγωγα για ανανέωση του ζωικού κεφαλαίου και σπάνια προβαίνει σε αγορά
ζώων.
Πέρα από την προσωπική εργασία των κατόχων της εκμετάλλευσης, αυτή διαθέτει και
τέσσερις μόνιμους εργάτες ενώ χρησιμοποιεί και εποχική εργασία. Οι μόνιμοι εργάτες
ασχολούνται με την διατροφή και την περιποίηση των ζώων καθώς και με τον καθαρισμό
του στάβλου. Η άμελξη των ζώων γίνεται, μεν, μηχανικά, αλλά το αμελκτικό σύστημα
είναι μικρής δυναμικότητας. Οι ιδιοκτήτες της εκμετάλλευσης έχουν υποβάλλει ήδη
Σχέδιο Βελτίωσης για την αγορά επιπλέον εξοπλισμού.
Πέρα από το ζωικό κεφάλαιο, η εκμετάλλευση
διαθέτει 700 στρέμματα για την παραγωγή σιτηρών, που χρησιμοποιούνται στη διατροφή
των ζώων. Στην καλλιέργεια των κτηνοτροφικών φυτών, δεν εφαρμόζεται λίπανση και χημική
φυτοπροστασία, γιατί επιθυμία των παραγωγών είναι η χορήγηση όσο το δυνατό φυσικότερων
ζωοτροφών στα ζώα.
Προς το παρόν, η εκμετάλλευση διαθέτει
το σύνολο του παραγόμενου γάλακτος σε μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η εκμετάλλευση διαθέτει το παραγόμενο γάλα στην εταιρεία Όλυμπος, αν και στο
παρελθόν έχει συνεργαστεί με διάφορες γαλακτοβιομηχανίες όπως η Δέλτα, η Αγνό και
η Nestle. Μέσα στα μελλοντικά τους σχέδια, είναι η επέκταση στη μεταποίηση για την παραγωγή
κεφίρ, ενός παραδοσιακού γαλακτοκομικού προϊόντος με μεγάλη θρεπτική αξία και ευεργετικές
ιδιότητες.
αρχή της σελίδας
|