Μια καινοτόμα δραστηριότητα που έχει αρχίσει να εμφανίζεται πειραματικά και σε περιορισμένη
έκταση στην περιοχή των Πομακοχωρίων είναι η καλλιέργεια βιολογικού καπνού, η οποία
δύναται να αξιοποιήσει την εμπειρία των παραγωγών και την εργασία που μπορεί προσφέρει
μια οικογένεια Πομάκων, διατηρώντας παράλληλα την καλλιέργεια του καπνού ως κύρια
δραστηριότητα.
Η οικογενειακή εκμετάλλευση του
συγκεκριμένου παραγωγού είναι από τις μεγαλύτερες της περιοχής με μέγεθος 13 στρεμμάτων
τα οποία κατανέμονται σε πολλά αγροτεμάχια. Ο ίδιος, το 2001, μετά από προτροπή
της Σ.Ε.Κ.Α.Π. και την εποπτεία γεωπόνου της,
εφάρμοσε βιολογική καπνοκαλλιέργεια. Το πρόγραμμα ήταν τριετές και το συμβόλαιο
που υπογράφηκε όριζε ότι η πληρωμή θα αποτελούσε ουσιαστικά αποζημίωση για την εγκατάλειψη
της συμβατικής καπνοκαλλιέργειας. Συνεπώς, η πληρωμή ήταν ανεξάρτητη από την παραγωγή
και αφορούσε τρία στρέμματα καπνού.
Η μέση απόδοση του συμβατικού καπνού φτάνει περίπου τα 140 κιλά
ανά στρέμμα. Την πρώτη και τη δεύτερη χρονιά εφαρμογής της βιολογικής καλλιέργειας
καπνού (2001 και 2002), η συνολική παραγωγή του βιολογικού καπνού ήταν πολύ
μικρότερη από την αναμενόμενη συμβατική φτάνοντας μόλις τα 235 κιλά (78,3 κιλά/στρ.). Την τρίτη όμως χρονιά η
απόδοση αυξήθηκε σημαντικά, φτάνοντας
τα 350 κιλά (116,6 κιλά/στρ.).
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισε
με την βιολογική καλλιέργεια καπνού ήταν ο θρίπας καθώς και η ίωση που το έντομο
αυτό μεταφέρει. Σημαντικό πρόβλημα ήταν
και τα ζιζάνια, τα οποία έπρεπε να καταστραφούν
χειρωνακτικά, μια και δεν υπήρχε ζιζανιοκτόνο συμβατό με τη βιοκαλλιέργεια.
Τα αποτελέσματα του τριετούς αυτού
προγράμματος ήταν αρκετά ενθαρρυντικά. Αν και τα πρώτα δύο χρόνια η παραγωγή ήταν
σαφώς μειωμένη (περίπου 42%) σε σχέση με τη
συμβατική, τον τρίτο χρόνο εφαρμογής, η μείωση ήταν μόλις 12,5%.
Αν ληφθεί, όμως,
υπόψη ότι η εμπορική τιμή του βιολογικού καπνού είναι σαφώς μεγαλύτερη
από αυτή του συμβατικού και αν συνυπολογιστεί και η επιδότηση για τη βιολογική καλλιέργεια,
φαίνεται ότι η βιολογική καλλιέργεια καπνού θα μπορούσε να προσφέρει μία καλή εναλλακτική
λύση για τους κατοίκους των περιοχών αυτών.
Μετά την λήξη του τριετούς αυτού προγράμματος, η Σ.Ε.Κ.Α.Π. πρότεινε την συνέχιση
της καλλιέργειας βιολογικού καπνού, χωρίς όμως την δέσμευση συμβολαίου για την αγορά
της παραγόμενης ποσότητας σε συγκεκριμένη τιμή. Έτσι, όπως ήταν αναμενόμενο, ο καπνοκαλλιεργητής
αρνήθηκε, και ξεκίνησε πάλι να καλλιεργεί συμβατικό καπνό.
Το 2006, η Σ.Ε.Κ.Ε. θέλοντας να εφαρμόσει πρόγραμμα βιολογικής καλλιέργειας καπνού
τον κάλεσε να συμμετάσχει σε αυτό, κάτω από την καθοδήγηση του ίδιου γεωπόνου, προτείνοντάς
του ταυτόχρονα να βρει και άλλους καπνοκαλλιεργητές από την περιοχή του, ώστε να
αυξηθεί η συνολική καλλιεργήσιμη γη. Μετά από παρότρυνση του ιδίου, στο πρόγραμμα
ενσωματώθηκε ο γιος του, στον οποίο είχε παραδώσει τα δικαιώματά του, καθώς και
άλλοι 7 παραγωγοί. Καλλιεργήθηκαν συνολικά 53 στρέμματα και η Σ.Ε.Κ.Ε. δεσμεύτηκε
να αγοράσει όλη την παραγόμενη ποσότητα, χωρίς όμως να δεσμευτεί για τις τιμές.
Την πρώτη χρονιά εφαρμογής του προγράμματος, η παραγωγή ήταν πολύ μειωμένη. Η απόδοση
ήταν 36.15 κιλά ανά στρέμμα, δηλαδή περίπου το 26% της απόδοσης μιας συμβατικής
φυτείας. Η μειωμένη αυτή απόδοση οφειλόταν σε ποικίλα αίτια όπως η μεγάλη καθυστέρηση
στην παραλαβή των συμβατών με την βιοκαλλιέργεια φαρμάκων και το σοβαρό πρόβλημα
με τον θρίπα και τις ιώσεις.
Μέχρι την στιγμή που έγινε η συνέντευξη, η Σ.Ε.Κ.Ε. δεν είχε ανακοινώσει στους παραγωγούς
την τιμή με την οποία θα αγόραζε τον παραγόμενο καπνό, διαβεβαίωνε όμως τους παραγωγούς
ότι δεν θα τους άφηνε ανικανοποίητους. Γενικότερα, για τον συγκεκριμένο παραγωγό,
η καλλιέργεια βιολογικού καπνού είναι εφικτή και θα μπορούσε
να προωθηθεί εφόσον υπάρχει ζήτηση. Σε αυτήν την περίπτωση μάλιστα δεν θα ήταν απαραίτητη και η σύναψη συμβολαίου.
αρχή της σελίδας
|