Ο παραγωγός είναι πρώην καπνοκαλλιεργητής. Το 2002 ξεκίνησε την καλλιέργεια κηπευτικών
με συμβατικά φασολάκια, γιατί θεώρησε ότι, ιδιαίτερα η βιολογική καλλιέργεια αυτών,
μπορεί να του αποφέρει ένα ικανοποιητικό εισόδημα. Αρχικά, καλλιέργησε 4 στρέμματα με φασολάκια και αργότερα τα διπλασίασε. Παράλληλα, ξεκίνησε και τη βιολογική καλλιέργεια
μηδικής ενώ το παράδειγμά του το ακολούθησαν και άλλοι παραγωγοί στην περιοχή της
Ροδόπολης.
Η καλλιέργεια μετατράπηκε σε βιολογική το 2005 (μεταβατική περίοδος). Για τη βιολογική καλλιέργεια κηπευτικών ενημερώθηκε από περιοδικά,
ενώ για θέματα που αφορούν την αγορά του προϊόντος ενημερώθηκε από γνωστούς και
φίλους με παρόμοιες δραστηριότητες,
αφού, όπως επισήμανε, υπήρχε έλλειψη ενημέρωσης και δυσκολία στην αναζήτηση
συμβουλών, καθώς οι γεωπόνοι της περιοχής δεν είχαν ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη βιολογική
καλλιέργεια κηπευτικών.
Η απόδοση μπορεί να φτάσει τους 2 τόνους ανά στρέμμα. Το κόστος παραγωγής για τα φασολάκια
αφορά κυρίως την αγορά του σπόρου, που μπορεί να φτάσει τα 300€/25 κιλά σπόρου, τα
εργατικά για τα τσαπίσματα και τη συγκομιδή που φτάνουν τα 1.500€ και 1.000€ αντίστοιχα
για το σύνολο της έκτασης του, αλλά και το κόστος της άρδευσης (5€/ώρα, ενώ απαιτούνται
30 ώρες). Το κόστος των φυτοφαρμάκων και των λιπασμάτων είναι σχεδόν μηδενικό.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που σχετίζεται
με την καλλιέργεια κηπευτικών και που φαίνεται να υπάρχει ακόμη και στη βιολογική
καλλιέργεια κηπευτικών, είναι αυτό της διάθεσης. Η διάθεσή τους πραγματοποιείται μεμονωμένα από τους παραγωγούς στις λαϊκές αγορές, ενώ ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής
οδηγείται και στις λαχαναγορές της Θεσσαλονίκης. Επισημαίνεται ότι
στην περιοχή των Σερρών δεν λειτουργεί ακόμη βιολογική αγορά.
Τα βιολογικά φασολάκια θα μπορούσαν να προωθηθούν πιο εύκολα με τη σύναψη συμβολαίων
με σχετικές εταιρείες. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, απαιτείται η δημιουργία ομάδας
παραγωγών αφού για τη σύναψη συμβολαίου η απαιτούμενη έκταση είναι πολύ μεγάλη (περίπου
500 στρέμματα). Άλλος ένας ανασταλτικός παράγοντας, είναι ότι στην περιοχή δεν υπάρχει
αναδασμός με αποτέλεσμα τα αγροτεμάχια να είναι πολύ μικρά σε έκταση, ενώ θα έπρεπε
η έκταση ανά αγροτεμάχιο να είναι τουλάχιστον 10 στρέμματα.
Η εξαγωγή της παραγωγής στο εξωτερικό
βρίσκει αρκετά εμπόδια, κυρίως γιατί απαιτείται η προώθηση συγκεκριμένης ποσότητας
αλλά και γιατί απαιτούνται συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Επομένως, θα ήταν
δυνατή η εξαγωγή του προϊόντος μόνο από μια καλά οργανωμένη ομάδα παραγωγών και
όχι από έναν μεμονωμένο παραγωγό.
Αρκετές φορές ο παραγωγός έχει σκεφτεί την επέκταση των δραστηριοτήτων του και στη
μεταποίηση, αλλά το πολύ υψηλό αρχικό κεφάλαιο τον αποθάρρυνε να προχωρήσει μόνος
του στην επένδυση. Επίσης, έχει επιχειρήσει να καλλιεργήσει και άλλα κηπευτικά εδάφους,
όπως φυλλώδη λαχανικά αλλά τα αποτελέσματα είναι μάλλον αποθαρρυντικά
λόγω του παγετού. Γενικά, ο παραγωγός θεωρεί πως η καλλιέργεια κηπευτικών σε θερμοκήπια δεν είναι
καλή επενδυτική
δραστηριότητα για τη συγκεκριμένη περιοχή γιατί
οι συνθήκες που επικρατούν θα μπορούσαν να καταστήσουν το κόστος παραγωγής υψηλό και επομένως τα προϊόντα δεν θα ήταν ανταγωνιστικά.
αρχή της σελίδας
|