Ο συγκεκριμένος παραγωγός μπήκε στο πρόγραμμα των ‘Νέων Αγροτών’ και αποφάσισε να
ασχοληθεί αρχικά με την καλλιέργεια καρπουζιού, για την οποία μπορούσε πολύ πιο
εύκολα να ενημερωθεί από το οικείο του περιβάλλον. Η δραστηριότητα αυτή, όμως, δεν
κάλυπτε τις απαιτήσεις του και για το λόγο αυτό άρχισε να ενδιαφέρεται και να ενημερώνεται
για διάφορες άλλες καλλιέργειες, όπως αυτή των οπωροφόρων δένδρων.
Αποφάσισε να ασχοληθεί
με τις μηλιές και τις αχλαδιές και να προχωρήσει σε ένα σύστημα ολοκληρωμένης διαχείρισης
(AGRO 1 και 2). Επέλεξε τις συγκεκριμένες
καλλιέργειες, γιατί πίστευε ότι η διακύμανση της παραγωγής και της τιμής είναι μικρότερη σε σχέση
με άλλα δένδρα και, συνεπώς, η παραγωγή θα έχει πιο σταθερή
αξία. Επιπλέον,
τα παραγόμενα προϊόντα είναι εύκολα στη μετασυλλεκτική διαχείριση
και στη διατήρησή τους. Η γραφειοκρατία, όμως, τον αποθάρρυνε και στράφηκε στη βιολογική καλλιέργεια για την οποία θεώρησε
ότι θα μπορούσε να έχει καλύτερη και αμεσότερη πληροφόρηση. Παράλληλα, απασχολείται και στην οικογενειακή επιχείρηση που αφορά την ιχθυοκαλλιέργεια
(εκτροφή πέστροφας) και τη διατήρηση ταβέρνας.
Συνολικά, αξιοποιήθηκαν τριάντα στρέμματα
με μηλιές και πέντε στρέμματα με αχλαδιές. Για την επιλογή των κατάλληλων ποικιλιών, πειραματίστηκε με δέκα διαφορετικές ποικιλίες
μέχρι να αποφασίσει.
Παραγωγή άρχισε να παίρνει από τον τρίτο χρόνο. Η απόδοση είναι
μειωμένη σε σχέση με τη συμβατική καλλιέργεια, αλλά το προϊόν απολαμβάνει καλύτερη
τιμή, ακόμη και διπλάσια, σε σχέση με το συμβατικό.
Από την παραγωγή του, μπορεί να προωθήσει το 50% στο χονδρεμπόριο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την συμβατική καλλιέργεια φτάνει
το 80%. Το υπόλοιπο 50%
δε φέρει τα επιθυμητά χαρακτηριστικά και μπορεί να προωθηθεί σε κάποιες βιολογικές
αγορές ή στη μεταποίηση, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του. Οι προσπάθειες που καταβάλει ο
παραγωγός, επικεντρώνονται στην
αύξηση του ποσοστού του παραγόμενου προϊόντος που προωθείται στο χονδρεμπόριο και
στη βελτίωση των μορφολογικών χαρακτηριστικών των καρπών.
Η παραγωγή που προωθείται στο χονδρεμπόριο υπολογίζεται ότι φτάνει τα 2.000 κιλά ετησίως και πωλείται με τιμή 1-1,2€/κιλό (προϊόν α΄ τάξης). Στη λαϊκή η τιμή αυτής
της παραγωγής μπορεί
να φτάσει και το 1,5€/κιλό. Συνήθως, όμως, στη λαϊκή φτάνει
το προϊόν β΄τάξης που πωλείται 0,8-1,0€/κιλό ενώ το προϊόν που δεν μπορεί να προωθηθεί ούτε στο μεταποιητήριο,
πωλείται για να χρησιμοποιηθεί ως ζωοτροφή.
Όσον αφορά το κόστος παραγωγής, για τα πρώτα χρόνια
η λίπανση αποτελεί το 30% αυτού, ενώ μετά τον τέταρτο χρόνο
οι απαιτήσεις σε λίπανση μειώνονται (20% του κόστους παραγωγής). Το κόστος της λίπανσης
περιλαμβάνει το κόστος της οργανικής λίπανσης και το κόστος για στοιχεία όπως φώσφορος
και θειάφι. Τα φυτοφάρμακα, αν και είναι ακριβά για τη βιολογική καλλιέργεια, αντιπροσωπεύουν
μικρότερο ποσοστό του κόστους.
Αυξημένο είναι το κόστος των εργατικών
αφού μπορεί να συνιστά έως και το 50% του συνολικού κόστους παραγωγής.
Οι απαιτήσεις σε εργασία είναι ιδιαίτερα αυξημένες κατά τις περιόδους του κλαδέματος και της συγκομιδής. Η συγκεκριμένη εκμετάλλευση απασχολεί έναν
μόνιμο εργάτη και δεν χρησιμοποιεί εποχική εργασία.
Το συνολικό κόστος παραγωγής εκτιμάται
στα 500-600€/στρέμμα και το καθαρό κέρδος φτάνει τα 500€/στρέμμα. Για το λόγο αυτό, ο παραγωγός εκτιμά ότι για να καταφέρει μια οικογένεια να επιτύχει
ένα ικανοποιητικό εισόδημα από την δραστηριότητα αυτή θα πρέπει να κατέχει τουλάχιστον
20 στρέμματα οπωρώνα.
Επισημαίνει ότι το αρχικό κόστος
είναι πολύ υψηλό και τα περισσότερα προβλήματα που αντιμετώπισε στην αρχή της δραστηριότητάς
του ήταν καλλιεργητικής φύσης, τα οποία κατάφερε με τον καιρό να ξεπεράσει.
Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολο να ενημερωθεί και να δεχτεί τις συμβουλές ειδικών γιατί
δεν υπήρχαν γεωπόνοι που να εξειδικεύονται στις συγκεκριμένες καλλιέργειες. Επιπλέον, δυσκολίες παρουσιάζονταν και στην προμήθεια εξειδικευμένων σκευασμάτων
και φαρμάκων που επιτρέπει η βιολογική καλλιέργεια, αφού αυτά έπρεπε να τα παραγγείλει
από εταιρείες εκτός της περιοχής.
Ένα άλλο πρόβλημα, ήταν η
ανυπαρξία μιας επίσημης λίστας με τα επιτρεπόμενα σκευάσματα και φάρμακα αφού η κάθε
εταιρεία πιστοποίησης έχει τις δικές της λίστες και δεν ακολουθείται μια ενιαία λίστα. Επιπλέον,
κάποια φάρμακα και σκευάσματα επιτρέπονται στο εξωτερικό και απαγορεύονται στην Ελλάδα, γεγονός που ενισχύει το πρόβλημα του έντονου ανταγωνισμού που δέχονται τα
ελληνικά προϊόντα από τα αντίστοιχα του εξωτερικού.
Οι δραστηριότητες του παραγωγού επεκτάθηκαν στη συνέχεια
και στο εμπόριο, αφού έγινε μέτοχος σε κατάστημα βιολογικών
προϊόντων στη Θεσσαλονίκη. Με τον
τρόπο αυτό πιστεύει ότι θα μπορεί να προωθεί το προϊόν του πιο εύκολα και να απολαμβάνει μεγαλύτερο
ποσοστό του κέρδους. Προς το παρόν, είναι ευχαριστημένος από την επένδυση και παράλληλα
σκέφτεται να κατασκευάσει και συσκευαστήριο. Επιπλέον, επιχείρησε να καλλιεργήσει και βιολογικά κηπευτικά, κυρίως καρπούζια, σε συνολική
έκταση 5 στρεμμάτων. Τα αποτελέσματα
της προσπάθειας αυτής δεν είναι ακόμη γνωστά, εκτιμά, όμως, πως τα έσοδά του από
τις πωλήσεις θα φτάσουν τα 4.500€. Με την μεταποίηση δεν επιθυμεί να ασχοληθεί από
μόνος του γιατί θεωρεί ότι η επένδυση είναι πολύ μεγάλη και είναι προτιμότερο να
πραγματοποιείται σε συνεργασία με άλλους παραγωγούς.
αρχή της σελίδας
|